- Για πολλούς, μάλιστα, η Glencore είναι για τον κόσμο των εμπορευμάτων ό,τι είναι η Goldman Sachs για την τραπεζική.
Δίκαια χαρακτηρίζεται ως η μεγαλύτερη εταιρεία την οποία ελάχιστοι έχουν καν ακουστά. Η Glencore αγοράζει και πουλά το 3% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου, ενώ από τα κεντρικά της γραφεία σε ένα ήσυχο χωριό της Ελβετίας αλλάζει χέρια ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας αγοράς πρώτων υλών, από το αλουμίνιο, το χαλκό και τον άνθρακα, έως τη ζάχαρη, το σιτάρι και το κριθάρι. Η ανωνυμία και η μυστικοπάθεια είναι το σήμα κατατεθέν αυτού του ομίλου, ίσως γιατί στην 40χρονη ιστορία του υπήρξαν πολλά κεφάλαια τα οποία θα προτιμούσε να κρατήσει στο σκοτάδι. Όλα αυτά, όμως, πρόκειται να αλλάξουν καθώς η Glencore σχεδιάζει μία δημόσια εγγραφή ύψους 11 δισ. δολαρίων, με την οποία θα εισάγει τις μετοχές της προς διαπραγμάτευση στα χρηματιστήρια του Λονδίνου και του Χονγκ Κονγκ.
Η εταιρεία ιδρύθηκε –αν και αρχικά κάτω από άλλο όνομα- το 1974 από τον Marc Rich, έναν πραγματικό θρύλο της αγοράς του πετρελαίου. Γιος Εβραίων από το Βέλγιο, ο Rich εγκατέλειψε την Ευρώπη και εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ το 1942, σε ηλικία 7 ετών, για να διαφύγει από τους Ναζί. Η ιστορία θέλει τον Rich να φέρνει την επανάσταση στο trading εμπορευμάτων κατά τη δεκαετία του 1970, ουσιαστικά δημιουργώντας την spot αγορά του αργού πετρελαίου.
Το προσωπικό του success story, όμως, έχει και πολλές σκοτεινές σελίδες. Μία από τις μεγαλύτερες κινήσεις του στην αγορά ήρθε κατά τη διάρκεια της πετρελαϊκής κρίσης του 1973, όταν ο Rich χρησιμοποίησε τις διασυνδέσεις του στη Μέση Ανατολή για να παραβιάσει το εμπάργκο και να αγοράσει πετρέλαιο από το Ιράν και το Ιράκ, το οποίο πούλησε –σε διπλάσια τιμή, όπως λέγεται- στις αμερικανικές πετρελαϊκές. Κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 ο δισεκατομμυριούχος trader δωροδοκούσε ηγέτες κρατών, έσπαγε εμπάργκο και έδινε πληροφορίες στις μυστικές υπηρεσίες τόσο των ΗΠΑ όσο και άλλων χωρών. Για περισσότερα από 15 χρόνια πούλαγε το ιρανικό πετρέλαιο τόσο στο Ισραήλ όσο και στις ΗΠΑ. Τελικά, το 1983 κατηγορήθηκε από τις αμερικανικές αρχές για φοροδιαφυγή, κάτι που τον ανάγκασε να διαφύγει στην Ελβετία, όπου και έζησε για 17 χρόνια ως φυγάς –αν και μέσα στην πολυτέλεια. Οι υπόγειες σχέσεις του με τις υπηρεσίες πληροφοριών αλλά και οι τουλάχιστον γενναιόδωρες πολιτικές δωρεές της πρώην συζύγου του οδήγησαν στην έντονα αμφιλεγόμενη απόφαση του Bill Clinton να του δώσει χάρη, κατά την τελευταία ημέρα της προεδρίας του.
Μέχρι σήμερα, η Glencore προσπαθεί να αποσιωπήσει τους δεσμούς της με τον Rich. Το όνομα του ιδρυτή της δεν αναφέρεται στο ιστορικό της εταιρείας στο site της, ενώ όπως συνηθίζουν να λένε πηγές προσκείμενες στην Glencore στους ξένους δημοσιογράφους, η εταιρεία είναι ανεξάρτητη εδώ και 17 χρόνια. «Έχουμε την τρίτη γενιά υπαλλήλων σε αυτή την εταιρεία. Εκτός από τρία άτομα, όλοι οι άλλοι δεν έχουν γνωρίσει καν τον Marc Rich», δήλωνε πρόσφατα στον Guardian μία τέτοια πηγή.
Η Glencore είναι σήμερα μία ιδιωτική εταιρεία που ανήκει στα στελέχη της. Όσοι κερδίσουν τον τίτλο του partner μοιράζονται τα κέρδη της με βάση ένα πρόγραμμα οικονομικών κινήτρων που διαμορφώνονται ανάλογα με τις επιδόσεις του καθενός. Η εταιρεία απασχολεί 50.000 άτομα σε περισσότερες από 40 χώρες, ενώ για το 2009 εμφάνισε κέρδη 2,72 δισ. δολαρίων.
Τα κεντρικά της γραφεία βρίσκονται στο καντόνι Ζουγκ της Ελβετίας, που εκτός από θέα στη λίμνη προσφέρει βέβαια και ένα ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Μέσα στο μοντέρνο κτίριο, traders αναζητούν πρώτες ύλες ανά τον πλανήτη και τις πωλούν στους πελάτες τους –ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται όλοι οι μεγάλοι πετρελαϊκοί όμιλοι του κόσμου- αντί υψηλότερης τιμής, χρησιμοποιώντας σύνθετα παράγωγα προϊόντα για να αντισταθμίσουν τους κάθε λογής κινδύνους που μπορεί να αναλαμβάνουν, από τις μεταβολές του καιρού, έως την πειρατεία ή τις ανατροπές των καθεστώτων.
Για μια εταιρεία που ειδικεύεται στο trading, η ησυχία και η τάξη που επικρατεί στα γραφεία της προκαλεί μάλλον εντύπωση. Όμως, όπως λένε όσοι είναι σε θέση να γνωρίζουν, πίσω από τη φαινομενική ηρεμία της Glencore κρύβεται μία κουλτούρα που δεν διαφέρει ιδιαίτερα από εκείνη που επικρατεί στα dealing rooms των μεγάλων χρηματιστηριακών εταιρειών της Wall Street. Για πολλούς, μάλιστα, η Glencore είναι για τον κόσμο των εμπορευμάτων ό,τι είναι η Goldman Sachs για την τραπεζική.
Η Glencore απαιτεί από τους υπαλλήλους της να είναι οι καλύτεροι του είδους και αμείβει τους πιο ικανούς από αυτούς με μπόνους δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Οι περισσότεροι προσλαμβάνονται από την εταιρεία σε μικρή ηλικία, με την προσδοκία ότι θα παραμείνουν σε αυτήν για μεγάλο μέρος της καριέρας τους. Οι υπάλληλοί της χωρίζονται ανάμεσα στους «στοχαστές», τους ειδικούς που σχεδιάζουν τα πολύπλοκα οικονομικά deals της εταιρείας και στους «στρατιώτες», δηλαδή τους σκληροπυρηνικούς traders που αναλαμβάνουν να φέρουν σε πέρας τις συναλλαγές.
Χαρακτηριστικό δείγμα ενός τέτοιου trader, που υπήρξε «γέννημα – θρέμμα» της Glencore δεν είναι άλλος από το σημερινό διευθύνοντα σύμβουλό της, τον Ivan Glasenberg, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του αγοράζοντας και πουλώντας άνθρακα για λογαριασμό της εταιρείας στη Ν. Αφρική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου